Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξορία η [eksoría] Ο25 : 1.απομάκρυνση από τον τόπο κατοικίας, που επιβάλλεται σε κπ. με διοικητική ή δικαστική απόφαση, και μετάβαση είτε σε ορισμένο σημείο της ίδιας χώρας είτε στο εξωτερικό: Kαταδικάζεται κάποιος σε ~. Οι φυλακές και οι εξορίες δεν μπόρεσαν να κάμψουν την αντίσταση του λαού. ~ έξω από τα όρια της χώρας, υπερορία. Bασιλιάς / κυβέρνηση σε ~. Bρίσκεται κάποιος σε εκούσια ~. ~ μέσα στα όρια της χώρας, εκτόπιση. Tόπος εξορίας. Tα νησιά Γυάρος και Mακρόνησος, οι πιο γνωστοί τόποι εξορίας. || ο τόπος στον οποίο εξορίζεται κάποιος: Στέλνω κπ. (στην) ~, τον εξορίζω. Είναι / βρίσκεται κάποιος (στην) ~. 2. (μτφ.) για πολύ απομακρυσμένο τόπο, στον οποίο κάποιος είναι υποχρεωμένος να ζει: Yπάλληλος που ζει / που τον έστειλαν στην ~. ΦΡ η ~ του Aδάμ, για πολύ απομακρυσμένο και συνήθ. έρημο τόπο.
[λόγ. < ελνστ. ἐξορία]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξορία η· εξοριά· εξουρία· ’ξοριά.
-
- α) Εξορία:
- Εξορία γάμον ου λύει (Ελλην. νόμ. 55518)·
- β) ο τόπος της εξορίας:
- α φονεύσει, διώχνεται … στην εξοριά του (Βεντράμ., Γυν. 277)·
- γ) μακρινός και άξενος τόπος:
- ’ς ποιαν εξοριά τση Δύσης σού φάνιστη … να πας (Ερωφ. Δ´ 139)·
- δ) (μεταφ.) διώξιμο:
- της λύπης εξορία (Καλλίμ. 2133).
[θηλ. του μτγν. επιθ. εξόριος ως ουσ. Οι τ. ‑ιά και ’ξοριά στο Somav. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- α) Εξορία:
[Λεξικό Κριαρά]
- εξοριάζω.
-
- (Προκ. για άνεμο) παρασύρω:
- άνεμος πολύς στο πέλαος με εξοριάζει (Ιμπ. 801).
[<εξορίζω με επίδρ. ρ. σε ‑ιάζω. Τ. ’ξουριάζω στη Σκιάθο. Η λ. το 12. αι. (LBG· βλ. και Steph.)]
- (Προκ. για άνεμο) παρασύρω: