Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοπλίζω [eksoplízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.εφοδιάζω με όπλα και άλλο πολεμικό υλικό: Γειτονικές χώρες εξοπλίζουν τους αντάρτες που δρουν στη χώρα. Ο στρατός εξοπλίζεται με πυραύλους. Φρούριο εξοπλισμένο με πυροβόλα. Tα εμπορικά πλοία εξοπλίζονταν με κανόνια, για να αντιμετωπίζουν τους πειρατές. Εξοπλίζεται μια χώρα / ένα κράτος. 2. (μτφ.) εφοδιάζω με τα απαραίτητα αντικείμενα: Έχτισε ένα νοσοκομείο και το εξόπλισε με τα τελειότερα μηχανήματα. Σχολείο εξοπλισμένο με τα αναγκαία εποπτικά μέσα. || (επέκτ. για πρόσ.): Άνθρωπος εξοπλισμένος με όλα τα αναγκαία εφόδια για τον αγώνα της ζωής.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐξοπλίζω· 2: κατά τη σημ. του αρχ. ὅπλον `εργαλείο, αγροτικό εργαλείο, πολεμικό όπλο΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξοπλίζω· εξομπλίζω.
-
- I. Ενεργ.
- α) (Προκ. για πλοία) εξοπλίζω:
- κάτεργα ο βασιλεύς έβγαλεν … εξοπλισμένα (Γεωργηλ., Βελ. Λ 122)·
- β) εφοδιάζω:
- κατούναν εξομπλισμένην εκ πασών πραγμάτων (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1263).
- α) (Προκ. για πλοία) εξοπλίζω:
- II. Μέσ.
- 1) Οπλίζομαι:
- (Διγ. Esc. 1160).
- 2) Ντύνομαι, φορώ:
- εξοπλίσθην έντυμα … εξαιρημένον (Λίβ. Esc. 2139).
- 1) Οπλίζομαι:
[αρχ. εξοπλίζω. Βλ. και ξομπλίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.