Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοντωτικός -ή -ό [eksondotikós] Ε1 : που προκαλεί εξόντωση. 1. που προκαλεί τη θανάτωση πολλών ανθρώπων: H μάχη του Στάλινγκραντ, η πιο εξοντωτική της παγκόσμιας ιστορίας. Ένας ~ πόλεμος. 2. που προκαλεί: α. πολύ μεγάλη φθορά, σωματική ή ψυχική, σε κπ.: Εξοντωτική δουλειά / κούραση. Δουλεύει με εξοντωτικούς ρυθμούς. β. πολύ μεγάλη ζημία, συνήθ. καταστρεπτική, σε κπ.: H βιοτεχνία αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον εξοντωτικό ανταγωνισμό της βιομηχανίας.
εξοντωτικά ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~. [λόγ. εξοντω- (δες εξοντώνω) -τικός]