Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξομολογητικός -ή -ό [eksomolojitikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην εξομολόγηση και ιδίως στην εμπιστευτική γνωστοποίηση των σκέψεων: Εξομολογητικό ύφος. 2. (εκκλ., ως ουσ.) η Εξομολογητική, θεολογικό μάθημα που αφορά το μυστήριο της εξομολόγησης.
εξομολογητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. εξομολογητ(ής) -ικός (διαφ. το ελνστ. ἐξομολογητικός `ευγνώμονας΄)]