Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξομαλίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
εξομαλίζω.
  • (Πιθ.) χαϊδεύω:
    • το ουραίον εξομαλίζων (Ιερακοσ. 50422).

[αρχ. εξομαλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες