Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξολόθρευση η [eksolóθrefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξολοθρεύω: H ~ του πληθυσμού μιας χώρας από την πείνα. H ~ των βλαβερών εντόμων.
[λόγ. < ελνστ. ἐξολόθρευ(σις) -ση]