Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξολόθρευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξολόθρευση η [eksolóθrefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξολοθρεύω: H ~ του πληθυσμού μιας χώρας από την πείνα. H ~ των βλαβερών εντόμων.

[λόγ. < ελνστ. ἐξολόθρευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες