Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξολοθρεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξολοθρεύω [eksoloθrévo] -ομαι Ρ5.1 μππ. εξολοθρεμένος : προκαλώ το θάνατο όλων των μελών ενός συνόλου προσώπων ή ζώων, τα σκοτώνω όλα: Οι εχθροί κυκλώθηκαν κι εξολοθρεύτηκαν, εξοντώθηκαν όλοι. Εξολοθρεύτηκαν τα ψάρια από τη μόλυνση / τα άγρια πουλιά από το κυνήγι. H πανούκλα εξολόθρευσε το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας. || (επέκτ. για φυτά): Οι ακρίδες εξολόθρευσαν τα σπαρτά.

[λόγ. < ελνστ. ἐξολοθρεύω < ἐξολεθρεύω με προχωρ. αφομ. [o-e > o-o] ]

[Λεξικό Κριαρά]
εξολοθρεύω· ’ξελοθρεύω· ’ξηλοθρεύγω· ’ξηλοθρεύω· ’ξολοθρεύω· ’ξουλοθρεύω.
  • 1) Καταστρέφω, αφανίζω:
    • διά να ’ξηλοθρεύσουν το νησσίν (Μαχ. 29814).
  • 2) Εξοντώνω, θανατώνω:
    • να εξολοθρεύσουν ήθελον τον μέγαν Βελισάρην (Ριμ. Βελ. ρ 117).

[μτγν. εξολοθρεύω. Ο τ. ’ξη‑ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ’ξο‑ και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες