Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξολοθρεμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξολοθρεμός ο [eksoloθremós] Ο17 : (λογοτ.) η εξολόθρευση.

[μσν. εξολοθρεμός < εξολοθρεύ(ω) -μός με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
εξολοθρεμός ο· ’ξελοθρεμός· ’ξηλοθρεμός.
  • Καταστροφή, αφανισμός:
    • είδαμεν κι εξολοθρεμούς σ’ όλα τα πράματά μας (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20912).

[<εξολοθρεύω + κατάλ. μός. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες