Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοικονόμηση η [eksikonómisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξοικονομώ: Aνακοινώθηκαν μέτρα για ~ της ηλεκτρικής ενέργειας. Προσπάθεια για ~ χρημάτων / τροφίμων.
[λόγ. εξοικονομη- (εξοικονομώ) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἐξοικονόμησις `αποξένωση΄)]