Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξοικονομώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξοικονομώ [eksikonomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κάνω οικονομία σε κτ., το ξοδεύω ή γενικά το χρησιμοποιώ με φειδώ: Δρομέας που εξοικονομεί τις δυνάμεις του για να αντέξει ως το τέλος. 2. κατορθώνω να αποκτήσω ή γενικά να έχω στη διάθεσή μου κτ.: Kοίτα να εξοικονομήσεις και για μένα ένα εισιτήριο.

[λόγ. εξ- οικονομώ (διαφ. το ελνστ. ἐξοικονομῶ `αποβάλλω΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
εξοικονομώ.
  • 1) Εξασφαλίζω:
    • εξοικονομήσας τους ορισμούς έλαβον αυτούς (Σφρ., Χρον. 1307).
  • 2) Προστατεύω, βοηθώ:
    • του Θεού δεόμενος, ίνα ημάς ελεήσῃ και εξοικονομήσῃ (αυτ. 16830).

[μτγν. εξοικονομέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες