Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξοικείωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξοικείωση η [eksikíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξοικειώνω: ~ με το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον / με μια ξένη γλώσσα.

[λόγ. εξοικειω- (δες εξοικειώνω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἐξοικείωσις `χειραφέτηση΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες