Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξογκώνω [eksoŋgóno] -ομαι Ρ1 : (σπάν.) 1α. δημιουργώ εξόγκωμα στην επιφάνεια ενός σώματος. β. προκαλώ την αύξηση του όγκου ενός σώματος· διογκώνω. 2. (μτφ.) μεγαλοποιώ κτ., το παρουσιάζω ως πιο σημαντικό ή σοβαρό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα· διογκώνω.
[λόγ. < αρχ. ἐξογκ(ῶ) -ώνω]