Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοβελίζω [eksovelízo] -ομαι Ρ2.1 : α.παύω να δέχομαι κτ. ως σωστό ή γνήσιο και επομένως παύω να το χρησιμοποιώ: Πολλά χωρία των ομηρικών επών εξοβελίστηκαν ως μεταγενέστερες προσθήκες. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να εξοβελίσουμε τις ξένες λέξεις και ιδίως τα ξένα τοπωνύμια από τη γλώσσα μας. β. (μτφ.) απομακρύνω κπ. από συγκεκριμένη θέση που κατέχει.
[λόγ. εξ- αρχ. ρ. ὀβελίζω `σημειώνω με παύλα σαν ὀβελό (δες στο οβελίας) πως κάποια λ. σε χγφ. είναι σφαλερή ή νόθη΄]