Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξιχνιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξιχνιάζω [eksixniázo] -ομαι Ρ2.1 : βρίσκω την αλήθεια σχετικά με κτ., ιδίως γεγονός ή φαινόμενο άγνωστο, ανακαλύπτω τα αίτια, τον τρόπο εξέλιξης και τα αποτελέσματά του: Kανείς δεν μπορεί να εξιχνιάσει τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής. Tο έγκλημα εξιχνιάστηκε και οι ένοχοι τιμωρήθηκαν, διαλευκάνθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἐξιχνιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
εξιχνιάζω· ’ξεχνιάζω· ’ξιχνιάζω· ’ξοχνιάζω.
  • 1)
    • α) Ρωτώ να μάθω:
      • να μας ’ξοχνιάσει τείντα γυρεύγομε και τείντα ζητούμεν (Μαχ. 65427
    • β) ανακρίνω:
      • (Λεηλ. Παροικ. 393).
  • 2) Καταφέρνω να περιγράψω:
    • την δε ζημίαν … τις άρα και ποία δυνήσεται γλώσσα ταύτην εξιχνιάσαι; (Καναν. 42).

[μτγν. εξιχνιάζω. Ο τ. ’ξι‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες