Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξισωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξισωτικός -ή -ό [eksisotikós] Ε1 : που εξισώνει ή τείνει να εξισώσει κπ. ή κτ. με κπ. ή με κτ. άλλο: H δημοκρατία από νομική άποψη είναι απόλυτα εξισωτική. Mισθολόγιο με έντονα εξισωτικό χαρακτήρα. εξισωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εξισω- (δες εξισώνω) -τικός (πρβ. ελνστ. ἐξισωτής `που εξισώνει΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες