Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξισορροπητικός -ή -ό [eksisoropitikós] Ε1 : που δημιουργεί ή προσπαθεί να δημιουργήσει ισορροπία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα στοιχεία: ~ ρόλος.
[λόγ. εξισορροπη- (εξισορροπώ) -τικός]