Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξιλεώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξιλεώνω [eksileóno] -ομαι Ρ1 : α.εξευμενίζω κπ., ο οποίος είναι εχθρικά διατεθειμένος απέναντί μου λόγω ορισμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς μου: Ο Οδυσσέας για να εξιλεώσει τον Ποσειδώνα έπρεπε να ταξιδέψει ξανά μετά την άφιξή του στην Iθάκη. β. (παθ.) επιδιώκω και πετυχαίνω τη συγχώρεση για ορισμένη ενέργεια ή συμπεριφορά μου: Εξιλεώνομαι απέναντι σε κπ. Ο Hρακλής, για να εξιλεωθεί για το έγκλημά του, υποχρεώθηκε να κάνει τους δώδεκα άθλους.

[λόγ. < αρχ. ἐξιλε(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
εξιλεώνω.
  • Εξευμενίζω:
    • τον κριτήν τον φοβερόν εκεί να εξιλεώσεις (Αλφ. 1449).

[μτγν. εξιλεόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες