Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξιλέωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξιλέωση η [eksiléosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξιλεώνω· εξιλασμός. α. εξευμενισμός κάποιου που είναι εχθρικά διατεθειμένος απέναντί μου λόγω ορισμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς μου. β. συγχώρεση για ορισμένη ενέργεια ή συμπεριφορά.

[λόγ. < ελνστ. ἐξιλέω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες