Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξιδανικεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξιδανικεύω [eksiδanikévo] -ομαι Ρ5.1 : α.αποδίδω σε κπ. ή σε κτ. ιδανική υπόσταση, τον θεωρώ ως ιδανικό ή ιδεώδη για μένα: Συχνά εξιδανικεύουμε τους γονείς, τους δασκάλους μας ή τους ήρωες των μυθιστορημάτων που διαβάζουμε. Οι άνθρωποι κατά καιρούς έχουν εξιδανικεύσει την ελευθερία, την ισότητα, την ειρήνη. β. αφαιρώ από κπ. ή από κτ. κάθε αρνητικό στοιχείο: Ο καλλιτέχνης εξιδανικεύει τα μοντέλα του. Εξιδανικευμένος έρωτας. Εξιδανικεύεις μια κατάσταση που έχει αρκετά αρνητικά στοιχεία.

[λόγ. εξ- ιδανικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. idéaliser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες