Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξιδανίκευση η [eksiδaníkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξιδανικεύω. α. το να θεωρείται κάποιος (ή κτ.) ως ιδανικός ή ιδεώδης: H ~ του κράτους από το ναζισμό. β. αφαίρεση από κπ. ή από κτ. κάθε αρνητικού στοιχείου: H ~ των ορμών / των παθών του ανθρώπου. Προπαγάνδα που συνίσταται σε ~ ενός διεφθαρμένου καθεστώτος.
[λόγ. εξιδανικεύ(ω) -σις > -ση]