Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξημερώνω [eksimeróno] -ομαι Ρ1 : 1.παρέχω τις προϋποθέσεις, ώστε ένα ζώο που βρίσκεται σε άγρια κατάσταση να προσαρμοστεί στο νέο του περιβάλλον κοντά στον άνθρωπο και συνήθ. να ενεργεί σύμφωνα με τις επιθυμίες του: Ο άνθρωπος από πολύ νωρίς εξημέρωσε το σκύλο, το πρόβατο και το άλογο. H κατσίκα προέρχεται από εξημερωμένο αγριοκάτσικο. || (επέκτ.): Εξημερωμένη φύση. 2. (μτφ.) κάνω κπ. ή κτ. λιγότερο άγριο: H μουσική εξημερώνει τα ήθη.
[λόγ. < αρχ. ἐξημερ(ῶ) -ώνω `ξεχερσώνω γη΄, ελνστ. σημ.: `εξανθρωπίζω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξημερώνω,
- βλ. ξημερώνω.