Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξημέρωση η [eksimérosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξημερώνω: Mε την ~ ζώων ο άνθρωπος έγινε κτηνοτρόφος. Στάθηκε αδύνατη η ~ του λύκου. H ~ των ηθών.
[λόγ. < ελνστ. ἐξημέρω(σις) `καλλιέργεια γης΄ -ση]