Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξευτελίζω [ekseftelízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για πργ.) υποβαθμίζω σε πολύ μεγάλο βαθμό την ποιότητα ή μειώνω την αξία του: Tο άσπρο ψωμί παλαιότερα ήταν καλό, τώρα όμως το έχουν εξευτελίσει. || (για την αγοραστική αξία): Εξευτελίστηκε το νόμισμα μιας χώρας / η δραχμή. Εξευτελίστηκαν οι μισθοί και τα ημερομίσθια. 2. (για πρόσ.) προσβάλλω σε μεγάλο βαθμό την υπόληψη κάποιου· ξεφτιλίζω: Εξευτελίζεις τον εαυτό σου με αυτά που κάνεις.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἐξευτελίζω· 2: κατά τη σημ. του ξεφτιλίζω]