Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξευρωπαΐζω [eksevropaízo] -ομαι Ρ2.1 : α.μεταβάλλω κτ. έτσι ώστε να μοιάζει ή να είναι ίδιο με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό: Ο Mέγας Πέτρος πρώτος προσπάθησε να εξευρωπαΐσει τη Ρωσία. H ελληνική ενδυμασία εξευρωπαΐστηκε έστω και με αργό ρυθμό. β. (για πρόσ.) κάνω κπ. να αποκτήσει τα βασικά στοιχεία των Ευρωπαίων, να μοιάζει με αυτούς στη νοοτροπία και γενικά από πολιτιστική άποψη.
[λόγ. εξ- Ευρωπα(ίος) -ίζω κατά το εξελληνίζω μτφρδ. γαλλ. européaniser]