Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξευμενίζω [eksevmenízo] -ομαι Ρ2.1 : καταπραΰνω το θυμό, την οργή κάποιου, συνήθ. για πρόσωπο που είναι εχθρικό απέναντί μου: Ο Aγαμέμνονας για να εξευμενίσει την οργισμένη Άρτεμη έπρεπε να θυσιάσει την κόρη του. Πήγαινε πρώτα εσύ να τον εξευμενίσεις και ύστερα θα έρθω εγώ.
[λόγ. < ελνστ. ἐξευμενίζω]