Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξευγενισμός ο [eksevjenizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξευγενίζω. 1. βελτίωση από πνευματική ή ηθική άποψη. 2. (επιστ.) α. (βιολ.) βελτίωση ενός ζωικού ή φυτικού είδους με επιστημονικές μεθόδους. β. (χημ., τεχνολ.) βελτίωση με ειδική κατεργασία των ιδιοτήτων ενός προϊόντος: ~ των προϊόντων κατεργασίας του πετρελαίου.
[λόγ. εξευγενισ- (εξευγενίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. ennoblissement (διαφ. το ελνστ. ἐξευγενισμός `παρακμή΄)]