Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξελίσσω [ekselíso] -ομαι Ρ2.2 : 1.(παθ.) υφίσταμαι εξέλιξη1. α. περνώ από διαδοχικές φάσεις: H αρρώστια εξελίσσεται ομαλά. Tα γεγονότα εξελίχτηκαν ως εξής. β. υφίσταμαι αλλαγές που οδηγούν σε μετασχηματισμό: Οι γλώσσες εξελίσσονται διαρκώς. || Εξελίσσομαι σε
, γίνομαι σιγά σιγά: Ο κινηματογράφος εξελίχτηκε από τεχνολογία σε τέχνη. Εξελίχτηκε σε μεγάλο επιχειρηματία / χαρτοπαίχτη. 2. (παθ.) υφίσταμαι εξέλιξη2, μεταβάλλομαι βαθμιαία προς το καλύτερο, εξελίσσομαι με τρόπο που οδηγεί σε βελτίωση: Εξελίσσεται η κοινωνία / η επιστήμη. || (μππ.): Εξελιγμένος λαός. Εξελιγμένη κοινωνία / οικονομία, αναπτυγμένη. α. (βιολ.) για τις μεταβολές που έχουν υποστεί οι ζωντανοί οργανισμοί επά νω στη γη και που οδηγούν στην εμφάνιση όλο και πιο σύνθετων μορφών ζωής: Tα περισσότερο εξελιγμένα είδη. β. (για πρόσ.) προοδεύω από επαγγελματική άποψη και ιδίως ανέρχομαι στην υπαλληλική ιεραρχία. 3. (σπάν., ενεργ.) βελτιώνω κτ.: ~ μια εφεύρεση / έναν κινητήρα.
[λόγ. < αρχ. ἐξελίσσω `ξετυλίγω, κινούμαι κυκλικά΄ κατά τις σημ. της λ. εξέλιξη]