Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξελέγχω· ’ξελέγχω.
-
- I. (Ενεργ.) επιπλήττω, ψέγω:
- (Πεντ. Γέν. ΧΧΙ 25)·
- (με σύστ. αντικ.):
- ’ξελεγμό να ’ξελέγξεις τον σύντροφό σου (αυτ. Λευιτ. ΧΙΧ 17).
- II. (Μέσ.) εμφανίζομαι αληθής, δικαιώνομαι:
- (αυτ. Γέν. ΧΧ 16).
[αρχ. εξελέγχω. Τ. ’ξελ(λ)έχω σήμ. ιδιωμ.]
- I. (Ενεργ.) επιπλήττω, ψέγω: