Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξεζητημένος -η -ο [eksezitiménos] Ε3 : (για συμπεριφορά, πράξη κτλ.) που χαρακτηρίζεται από υπερβολική φροντίδα για το τέλειο ή το ασυνήθιστο· (πρβ. επιτηδευμένος): Εξεζητημένοι τρόποι. Εξεζητημένες εκφράσεις. Εξεζητημένη συμπεριφορά / ευγένεια / εμφάνιση / κομψότητα. Εξεζητημένο ύφος / ντύσιμο / χτένισμα.
εξεζητημένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. μππ. του ελνστ. ἐκζητῶ `απαιτώ απολογισμό΄ κατά τη σημ. του ελνστ. επιρρ. ἐξεζητημένως `με εξεζητημένο τρόπο΄]