Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξεγείρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξεγείρω [eksejíro] -ομαι Ρ (βλ. εγείρω) (συνήθ. παθ.) : α.παρακινώ κπ. να επαναστατήσει· ξεσηκώνω: Ο λαός εξεγέρθηκε εναντίον του τυράννου, επαναστάτησε. β. προκαλώ θυμό ή έντονη αντίδραση: Mε εξεγείρει η συμπεριφορά του. Εξεγείρομαι, όταν ακούω τους καταχραστές να μιλάνε για τιμιότητα, θυμώνω ή αντιδρώ έντονα. Εξεγείρεται η συνείδηση κάποιου.

[λόγ. < αρχ. ἐξεγείρω `ξεσηκώνω απ΄ τον ύπνο΄ σημδ. γαλλ. soulever]

[Λεξικό Κριαρά]
εξεγείρω.
  • 1)
    • α) Ξεσηκώνω κάπ. εναντίον κάπ.:
      • (Ιστ. Ηπείρ. ΧVΙ7
    • β) προκαλώ:
      • λόγον απόφευγε θρασύν, μανίαν εξεγείρει (Σπαν. A 158).
  • 2) Ανασταίνω:
    • Ο Πατήρ των όλων εξήγειρε τον πρωτότοκον πάσης κτίσεως (Φυσιολ. 33911).

[αρχ. εξεγείρω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες