Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαώροφος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαώροφος -η -ο [eksaórofos] Ε5 : που έχει έξι ορόφους: Ένα εξαώροφο κτίριο. Εξαώροφη οικοδομή / πολυκατοικία.

[λόγ. εξα- + -ώροφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες