Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαϋλώνω [eksailóno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω κτ. να είναι ή να φαίνεται ότι είναι άυλο, ότι έχει χάσει την υλική του υπόσταση: Ένας έρωτας πλατωνικός, τελείως εξαϋλωμένος. Bυζαντινές τοιχογραφίες με εξαϋλωμένες μορφές αγίων. || για πολύ αδύνατο άνθρωπο. 2. (φυσ., παθ.) υφίσταμαι εξαΰλωση2: Tο ηλεκτρόνιο και το ποζιτρόνιο εξαϋλώνονται αμέσως μόλις το ένα συναντήσει το άλλο.
[λόγ. εξ- άυλ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. immaté rialiser]