Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαχρειώνω [eksaxrióno] -ομαι Ρ1 : κάνω κπ. ή κτ. εντελώς αχρείο, του αφαιρώ κάθε στοιχείο ηθικότητας: Ο πόλεμος εξαχρείωσε τα ήθη. H εξαχρειωμένη κρατική διοίκηση. Tελευταία, ο άνθρωπος έχει εξαχρειωθεί τελείως· δεν υποφέρεται.
[λόγ. < ελνστ. ἐξαχρει(ῶ) -ώνω `θεωρώ κπ. άχρηστο΄ σημδ. γαλλ. dépraver, se dépraver]