Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαφανίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαφανίζω [eksafanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για πρόσ. ή για πργ.) κάνω να μη φαίνεται, να μη γίνεται αντιληπτό(ς) ή να μην μπορεί να βρεθεί: Tο πλοίο εξαφανίστηκε στο βάθος του ορίζοντα. Έστριψε στη γωνία και εξαφανίστηκε. Ο δράστης εξαφάνισε όλα τα ίχνη του εγκλήματος / τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Bρήκε τις παλιές μου φωτογραφίες και τις εξαφάνισε, τις έκρυψε. || (παθ.) δεν είναι γνωστό πού βρίσκομαι: Εξαφανίστηκαν πολύτιμα έργα τέχνης από το μουσείο. Εξαφανίστηκε ένας ηλικιωμένος που πάσχει από αμνησία. || (παθ., οικ.) παύω να επικοινωνώ με κπ.: Πού εξαφανίστηκες τόσες μέρες; 2α. (για έμψ. ή για άψ.) κάνω να μην υπάρχει πια: Παλιότερες μορφές ζωής που εξαφανίστηκαν. Aπορρυπαντικό που εξαφανίζει όλους τους λεκέδες. Εξαφανίστηκαν πολλά είδη φυτών και ζώων. Aρχαίες γλώσσες / θρησκείες που σήμερα έχουν εξαφανιστεί. || (ειδικότ. παθ.) σταματώ να παίζω σημαντικό ρόλο: Εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή μετά την εκλογική του ήττα. β. καταστρέφω πλήρως, εξοντώνω, αφανίζω: H πυρηνική έκρηξη εξαφανίζει κάθε ζωντανό οργανισμό σε αρκετή απόσταση.

[λόγ. < αρχ. ἐξαφανίζω `καταστρέφω τελείως΄, ἐξαφανίζομαι `εξαφανίζομαι τελείως΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαφανίζω.
  • Καταστρέφω τελείως:
    • (Διγ. Gr. 3345).

[αρχ. εξαφανίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες