Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξατομίκευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξατομίκευση η [eksatomíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξατομικεύω: H ~ της δόσης του φαρμάκου θα γίνει από το θεράποντα γιατρό. || (νομ.) ~ της ποινής, καθορισμός της με βάση όχι το αδίκημα αλλά το πρόσωπο που το έχει διαπράξει.

[λόγ. εξατομικεύ(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες