Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξατμίζω [eksatmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.προκαλώ εξάτμιση ενός υγρού: H θερμότητα του ήλιου εξατμίζει το νερό· έτσι δημιουργούνται οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας. || ξεθυμαίνω: Εξατμίζεται η βενζίνη / κολόνια. 2. (μτφ.) αποδυναμώνω και εξαφανίζω κτ.: Εξατμίστηκε ο ενθουσιασμός / η επαναστατικότητα / ο έρωτας κάποιου. Οι ελπίδες τους εξατμίστηκαν ύστερα από τόσες αποτυχίες!
[λόγ. < αρχ. ἐξατμίζω]