Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξασθενίζω [eksasθenízo] Ρ2.1α μππ. εξασθενισμένος : 1.κάνω κτ. λιγότερο έντονο ή λιγότερο αποτελεσματικό, το αδυνατίζω· εξασθενώ1: Tα γηρατειά εξασθενίζουν την όραση και την ακοή. ~ τη δύναμη / την αντοχή κάποιου, τη λιγοστεύω. || (για τον ανθρώπινο οργανισμό) κάνω λιγότερο αποτελεσματικές τις λειτουργίες του: H μακροχρόνια αρρώστια εξασθένισε τον οργανισμό του ασθενούς. || (για οργάνωση κτλ.): Οι σπατάλες εξασθένισαν την εθνική οικονομία. 2. γίνομαι λιγότερο έντονος ή λιγότερο αποτελεσματικός· εξασθενώ2: Εξασθενίζει η θύελλα. Mε την ωριμότητα εξασθενίζει η μνήμη και αναπτύσσεται η κριτική ικανότητα του ανθρώπου.
[λόγ. εξασθεν(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. εξασθενησ-]