Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαρχία το [eksarxía] Ο25 : 1.(εκκλ.) η περιοχή στην οποία ασκεί τις εξουσίες του ο έξαρχος1 ή η αποστολή που ανατίθεται σε αυτόν. || Bουλγαρική ~, ονομασία της βουλγαρικής εκκλησίας την περίοδο που είχε κηρυχθεί σχισματική από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. 2. (ιστ.) το αξίωμα του εξάρχου2 και η χρονική περίοδος κατά την οποία ασκούσε τα καθήκοντά του.
[λόγ. < μσν. εξαρχία < έξαρχ(ος) -ία]