Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαρχής [eksarxís] επίρρ. χρον. : από την αρχή: H τοποθέτησή του ήταν ~ λάθος. Kαταδικασμένο ~. Ήταν ~ αντίθετος με αυτό τον τρόπο εργασίας, από παλιά. Σχεδιασμός ~. (έκφρ.) ευθύς* ~.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. φρ. ἐξ ἀρχῆς]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαρχής, επίρρ.
-
- 1)
- α) Από την αρχή:
- Ου μνημονεύεις εξαρχής τι μετά σού εγεγόνει; (Διγ. Z 772)·
- β) ανέκαθεν:
- ήτον πάντα εξαρχής πιστός εις τον δεσπότην (Χρον. Τόκκων 2290).
- α) Από την αρχή:
- 2) Κατά γενικό κανόνα:
- ειπείν ως εξαρχής ο φθόνος ουκ εκλείπει εις βασιλείς και άρχοντας (Διήγ. Βελ. N2 6).
[<συνεκφ. εξ αρχής (αρχ., L‑S, λ. αρχή 1b). Η λ. και σήμ.]
- 1)