Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαρθρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαρθρώνω [eksarθróno] -ομαι Ρ1 : 1.καταστρέφω τους συνεκτικούς δεσμούς ενός οργανωμένου συνόλου, συνήθ. ανθρώπων, με συνέπεια αυτό να διαλυθεί: H αστυνομία κατόρθωσε να εξαρθρώσει μια τρομοκρατική οργάνωση / ένα δίκτυο εμπορίας ναρκωτικών. Nα εξαρθρωθούν οι μηχανισμοί της πολιτικής ανωμαλίας. 2. προκαλώ εξάρθρημα· βγάζω: Εξαρθρώθηκε ο αγκώνας μου.

[λόγ. < αρχ. ἐξαρθρ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες