Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαργυρώνω [eksarjiróno] -ομαι Ρ1 : 1.μετατρέπω έναν τίτλο, κυρίως τραπεζικό, σε χρήμα, τον ανταλλάσσω με το αντίστοιχο χρηματικό ποσό: ~ ένα γραμμάτιο / μία συναλλαγματική / ένα τσεκ. ~ ένα λαχείο που έχει κερδίσει. 2. (μειωτ.) αμείβομαι για κτ. καλό που έχω κάνει: Εξαργυρώνουν με πολιτικά αξιώματα την αντιστασιακή τους δράση.
[λόγ. < αρχ. ἐξαργυρ(ῶ) -ώνω]