Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαπτέρυγο το [eksaptériγo] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : (εκκλ.) καθένας από τους συνήθ. μεταλλικούς δίσκους που είναι στολισμένοι με παραστάσεις των Σεραφείμ και φέρονται σε θρησκευτικές τελετές στερεωμένοι στην κορυφή ενός κονταριού: H λιτανεία ξεκίνησε με το σταυρό και τα δύο εξαπτέρυγα.
[λόγ. εν. < μσν. εξαπτέρυγα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. ἑξαπτέρυγος `με έξι φτερούγες΄ (για τα Σεραφείμ)]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαπτέρυγον το.
-
- 1) (Πληθ.) οι εξαπτέρυγοι άγγελοι Σεραφείμ:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 596).
- 2) (Εκκλ.) ιερό λάβαρο με μορφή μετάλλινου δίσκου που απεικονίζει συν. ένα από τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ:
- εις ’κόναν εξαπτέρυγου Χριστός σε ’χεν τυπώσει (Σκλέντζα, Ποιήμ. 519).
[ουδ. του μτγν. επιθ. εξαπτέρυγος (Lampe) ως ουσ. Η λ. τον 6. αι. και σήμ. (‑ο)]
- 1) (Πληθ.) οι εξαπτέρυγοι άγγελοι Σεραφείμ: