Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαποστέλλω [eksapostélo] Ρ αόρ. εξαπέστειλα, απαρέμφ. εξαποστείλει : διώχνω κπ. ή σπανιότερα κτ. μακριά από μένα, συνήθ. με τρόπο βίαιο και απότομο· ξεφορτώνομαι κπ. ή κτ. που το(ν) θεωρώ ενοχλητικό: Tον βαρέθηκε και τον εξαπέστειλε από κει που ήρθε. Aν σε κουράσει, κοίταξε να τον εξαποστείλεις γρήγορα.
[λόγ. < ελνστ. ἐξαποστέλλω `αποστέλλω, διώχνω΄ (αρχ. ἐξαποστέλλομαι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαποστέλλω· ’ξαποστέλλω.
-
- α) Στέλνω:
- εξαπέστειλε (ενν. ο Θεός) βοήθειαν εξ ύψους (Διγ. Gr. 3025· Ιστ. Βλαχ. 1221)·
- β) στέλνω πίσω:
- εξαπέστειλέν τους (ενν. τους καλεσμένους) εις τα οσπίτια τους (Διγ. Άνδρ. 40419).
[αρχ. εξαποστέλλω. Τ. ξαποστέλνω σήμ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- α) Στέλνω: