Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαπολύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαπολύω [eksapolío] -ομαι Ρ αόρ. εξαπέλυσα, απαρέμφ. εξαπολύσει, παθ. αόρ. εξαπολύθηκα, απαρέμφ. εξαπολυθεί : 1.αφήνω κτ. να φύγει ορμητικά ενάντια σε κπ. ή σε κτ.: ~ έναν πύραυλο / μία τορπίλη. H αστυνομία εξαπέλυσε σκύλους κατά των διαδηλωτών. || (γενικότ.) στρέφομαι επιθετικά εναντίον κάποιου: ~ ανθρωποκυνηγητό. ~ επίθεση, επιτίθεμαι. 2. (μτφ.) εκστομίζω: ~ απειλές / κατηγορίες. Εξαπέλυσε μύδρους κατά των πολιτικών του αντιπάλων.

[λόγ. επίδρ. στο ξαπολώ (δες λ.) κατά την ετυμ. της λ.: εξ- αρχ. ἀπολύω]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαπολύω· αξαπολώ· εξαπολώ· ’ξαπολώ· αόρ. εξαπόλυκα.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Ελευθερώνω:
      • όσους είχεν αρεστιασμένους εις τας φυλακάς εξαπόλυσέν τους (Μαχ. 37416· Ερμον. Τ 381).
    • 2) Παραδίδω (στη διάθεση κάπ.):
      • εξαπόλυκεν το κορμίν του εις το θέλημα του Βουλγάρου (Hist. imp. 96).
    • 3) Αφήνω να γίνει, επιτρέπω:
      • ο νόμος δεν το ’ξαπολεί δίχως ’πιτήδειον τρόπον (Φαλιέρ., Ιστ. 122).
    • 4) (Προκ. για αμαρτίες) δίνω άφεση, συγχωρώ:
      • (Σκλέντζα, Ποιήμ. 166).
    • 5) Εκσφενδονίζω, ρίχνω:
      • με όλην της την δύναμιν αξαπολεί (ενν. η άρκος) τον λίθον (Φυσιολ. (Legr.) 356).
    • 6)
      • α) Εγκαταλείπω:
        • ακούσας Αχιλλεύς τα πεπραχθέντα εξαπόλυσεν την μάχην (Ερμον. Ζ 326
      • β) απαρνούμαι:
        • την πίστιν εξαπόλυκα και όλο μου το γένος (Διγ. O 823
      • γ) διώχνω:
        • βούλεται να με αφήσει, ας εμπρολάβω, ας του το πω, πριν να με ’ξαπολύσει (Ερωτοπ. 404).
    • 7) Παραβλέπω, περιφρονώ:
      • (Αλφ. (Μπουμπ.) Ι55).
    • 8) (Προκ. για ειρήνη) παραβιάζω:
      • (Μαχ. 21219).
  • II. Μέσ.
    • α) Ζω ελεύθερα, χωρίς ηθικούς περιορισμούς:
      • όταν … έλθωσιν εις την ηλικίαν των μειρακίων, τα αφήνουσι και εξαπολούνται (Σοφιαν., Παιδαγ. 119
    • β) αφήνω τον εαυτό μου αχαλίνωτο:
      • μήτε να εξαπολυθούμεν εις τας ηδονάς (Σοφιαν., Παιδαγ. 109).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = που είναι ελευθερίων ηθών:
    • έναι εξαπολυμένος και δούλος των ηδονών (Σοφιαν., Παιδαγ. 110).

[<πρόθ. εκ + απολύω. Ο τ. αξαπολώ στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ’ξαπολώ στο Somav. και σήμ. κυπρ. Η λ. τον 8. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες