Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαπλάσιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαπλάσιος -α -ο [eksaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: H μία επιφάνεια είναι εξαπλάσια από την άλλη. Kερδίζει εξαπλάσια (χρήματα) από εμένα. || (ως ουσ.) το εξαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εξαπλάσιο. εξαπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι.

[λόγ. < αρχ. ἑξαπλάσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες