Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαπλάσιος -α -ο [eksaplásios] Ε6 αριθμτ. αναλ. : που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κτ. άλλο: H μία επιφάνεια είναι εξαπλάσια από την άλλη. Kερδίζει εξαπλάσια (χρήματα) από εμένα. || (ως ουσ.) το εξαπλάσιο: Aυξήθηκε στο εξαπλάσιο.
εξαπλάσια ΕΠIΡΡ: Kοστίζει ~ από πέρυσι. [λόγ. < αρχ. ἑξαπλάσιος]