Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαπατώ [eksapató] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : επωφελούμαι από την αφέλεια ή την ευκολοπιστία κάποιου και με δόλο τον κάνω να πιστέψει αυτό που επιδιώκω: Tην εξαπάτησε με ψεύτικες υποσχέσεις. || (ειδικότ.) για παράνομη ενέργεια: Εξαπάτησε τον ταμία της τράπεζας και πήρε χρήματα με ξένο βιβλιάριο καταθέσεων.
[λόγ. < αρχ. ἐξαπατῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαπατώ· εξεπατώ· ’ξαπατώ· ’ξεπατώ.
-
- α) Εξαπατώ, ξεγελώ:
- σας εξηπάτησε λέγοντας ότ’ η χώρα είναι δική του πατρική (Κορων., Μπούας 3431· Χούμνου, Κοσμογ. 65)·
- β) αποπλανώ:
- ότι να ’ξεπατήσει ανήρ κοράσια ος δεν αρραβωνιάστην (Πεντ. Έξ. ΧΧΙΙ 15).
[αρχ. εξαπατάω. Η λ. και σήμ.]
- α) Εξαπατώ, ξεγελώ: