Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξαντλώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαντλώ [eksandló] -ούμαι Ρ10.9 : 1.(για σύνολο όμοιων υλικών αντικειμένων, συνήθ. οικονομικών αγαθών) τελειώνω κτ. χρησιμοποιώντας και ιδίως καταναλώνοντάς το: Οι πολιορκημένοι παραδόθηκαν μόνο όταν εξάντλησαν όλα τους τα εφόδια. Εξαντλείται το έδαφος, γίνεται ακατάλληλο για καλλιέργεια. || (συνήθ. παθ.) για προϊόν (συνήθ. βιβλίο ή έντυπο) του οποίου έχουν πουληθεί όλα τα αποθέματα ή τα αντίτυπα και δεν υπάρχει πλέον στην αγορά: Εξαντλήθηκε ένα βιβλίο. H πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε σε μια εβδομάδα και ανατυπώθηκε αμέσως. Εξαντλήθηκαν τα εισιτήρια του ποδοσφαιρικού αγώνα. || Εξαντλήθηκαν τα κοιτάσματα πετρελαίου μιας περιοχής. 2. (για αφηρ. έννοια) α. ασκώ, εφαρμόζω κτ. στον ανώτατο δυνατό βαθμό: Tο δικαστήριο εκτιμώντας την ειλικρινή μεταμέλεια του κατηγορουμένου θα εξαντλήσει όλη του την επιείκεια. || Εξαντλήθηκε η υπομονή μου. β. ερευνώ, αναλύω κτ. πλήρως: ~ ένα θέμα / ένα ζήτημα. Tο αντικείμενο της συζήτησης έχει εξαντληθεί· προχωρούμε σε ψηφοφορία. 3α. προκαλώ μεγάλη σωματική εξάντληση σε κπ.: Tον έχει εξαντλήσει ο υψηλός πυρετός. Ο οργανισμός του ασθενή είναι πολύ εξαντλημένος. Οι στρατιώτες ήταν εξαντλημένοι από τις συνεχείς πορείες. β. μειώνω σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες κάποιου: Εξαντλείται κάποιος ψυχικά / οικονομικά. H χώρα βγήκε εξαντλημένη από τον τελευταίο πόλεμο.

[λόγ. < ελνστ. ἐξαντλῶ, `ξοδεύω μέχρι τέλος΄, αρχ. σημ.: `αδειάζω τελείως, υπομένω μέχρι τέλος΄ σημδ. γαλλ. épuiser, s΄épuiser]

[Λεξικό Κριαρά]
εξαντλώ.
  • Αφαιρώ, αρπάζω:
    • ανοίξας τους θησαυρούς εξήντλει τα παρά των Ρωμαίων κερδηθέντα κειμήλια χρυσά (Δούκ. 10315).

[αρχ. εξαντλέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες