Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξαντλητικός -ή -ό [eksandlitikós] Ε1 : 1.που προκαλεί σωματική εξάντληση ή γενικά μείωση των δυνατοτήτων κάποιου: Εξαντλητική εργασία / πορεία. 2. που χαρακτηρίζεται από πληρότητα: Εξαντλητική μελέτη / ανάλυση ενός θέματος.
εξαντλητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εξαντλη- (εξαντλώ) -τικός]