Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξανθρωπισμός ο [eksanθropizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξανθρωπίζω: H βασανιστική πορεία του ανθρώπου προς τον εξανθρωπισμό του. Ο ~ των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας.
[λόγ. εξανθρωπισ- (εξανθρωπίζω) -μός]