Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξανεμίζω [eksanemízo] -ομαι Ρ2.1 : (συνήθ. για χρήματα ή υλικά αγαθά) ξοδεύω άσκοπα ή απρογραμμάτιστα: Εξανεμίστηκαν ολόκληρες περιουσίες στην πράσινη τσόχα. || (επέκτ.) εξαφανίζω: Εξανεμίστηκαν οι ελπίδες / τα όνειρα κάποιου.
[λόγ. < συμφυρ. ελνστ. ἐξανεμίζω, ἀνεμίζομαι `παρασέρνομαι απ΄ τον άνεμο΄ & ελνστ. ἐξανεμῶ `φουσκώνω με αέρα, καθιστώ ψεύτικο, καταστρέφω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξανεμίζω· ’ξανεμίζω· αόρ. εξενέμισα.
-
- Α´ (Μτβ.) (προκ. για μαλλιά) ανεμίζω:
- τα ξανθά μαλλία του αέρας τα ’ξανέμιζε (Θησ. Ϛʹ [236]).
- Β´ (Αμτβ.) «αερίζομαι», πέρδομαι:
- η γυνή αυτού … έκλασεν και είπεν: «Ιδού εγώ εξενέμισα …» (Σπανός A 262).
[<πρόθ. εκ + ουσ. άνεμος + κατάλ. ‑ίζω. Ο τ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Andr.). Η λ. στο Βλάχ., σε σχόλ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) (προκ. για μαλλιά) ανεμίζω: